νεοαλωτος

νεοαλωτος
    νεοάλωτος
    νεο-άλωτος
    2
    (ᾰ) свежепойманный
    

(ἰχθύες Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νεοαλωτος" в других словарях:

  • νεοάλωτος — και νεάλωτος, ον (Α) αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + άλωτος (< ἁλίσκομαι «συλλαμβάνομαι»), πρβλ. αιχμάλωτος] …   Dictionary of Greek

  • νεοαλώτων — νεοάλωτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοάλωτοι — νεοάλωτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάλωτος — νεάλωτος, ον (Α) βλ. νεοάλωτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»